- οπτανεύς
- ὀπτανεύς, ὁ (Α) [οπτανός]άτομο που εργάζεται σε μαγειρείο, μάγειρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… … Dictionary of Greek